καταλιμνάζομαι

καταλιμνάζομαι
καταλιμνάζομαι (Μ)
μεταβάλλομαι σε λίμνη («ἡ γῆ κατελιμνάζετο τοῑς φόνοις τῶν πιπτόντων» — η περιοχή είχε μεταβληθεί σε λίμνη από τα αίματα τών νεκρών).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”